- βόστρυχος
- ο (AM βόστρυχος, Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα)1. μπούκλα, τούφα μαλλιών2. πλεξίδα μαλλιώναρχ.1. η έλικα του κλήματος2. ονομασία εντόμου3. φρ. «βόστρυχος πυρός» — η αστραπή.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με αρχ. νορβ. kvaster «θύσανος, φούντα» καθώς και με άλλες συγγενείς γερμανικές λέξεις δεν έχει ισχυρή βάση. Πρόκειται πιθ. για λ. εκφραστική ή της καθημερινής γλώσσας, υπόθεση στην οποία οδηγεί η ύπαρξη του επιθήματος -χος με τον δασύ ουρανικό φθόγγο. Αξιοσημείωτος είναι ο συμφυρμός με τη λ. βότρυς* (βλ. λ. βοστρύχιον και βότρυχος)].
Dictionary of Greek. 2013.